- αναβαφτίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, ξαναβαφτίζω (κυριολ. και μτφ.): Αναβαφτίστηκε στα ιδανικά της πατρίδας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.